ονοματοποιία
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien ὀνοματοποιία, onomatopoiía.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ονοματοποιία | οι | ονοματοποιίες |
Génitif | της | ονοματοποιίας | των | ονοματοποιιών |
Accusatif | τη(ν) | ονοματοποιία | τις | ονοματοποιίες |
Vocatif | ονοματοποιία | ονοματοποιίες |
ονοματοποιία (onomatopiía) \ɔ.nɔ.ma.tɔ.pi.ˈi.a\ féminin
- Onomatopée. (Mot imitant un son.)
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)