ομολογιούχος
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | ομολογιούχος | οι | ομολογιούχοι |
Génitif | του | ομολογιούχου | των | ομολογιούχων |
Accusatif | τον | ομολογιούχο | τους | ομολογιούχους |
Vocatif | ομολογιούχε | ομολογιούχοι |
ομολογιούχος, omologiúkhos \Prononciation ?\ masculin et féminin identiques
- (Finance) Détenteur d’une obligation (titre financier de dette).
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ομολογιούχος)