Aller au contenu

οικόσημο

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Composé de οίκος, íkos (« maison [aristocratique] ») et de σήμα, síma (« signe »).
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  οικόσημο τα  οικόσημα
Génitif του  οικοσήμου των  οικοσήμων
Accusatif το  οικόσημο τα  οικόσημα
Vocatif οικόσημο οικόσημα

οικόσημο, ikósimo \i.ˈkɔ.si.mɔ\ neutre

  1. (Héraldique) Blason.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (οικόσημο)