Aller au contenu

οικονομία

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien οἰκονομία.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  οικονομία οι  οικονομίες
Génitif της  οικονομίας των  οικονομιών
Accusatif τη(ν)  οικονομία τις  οικονομίες
Vocatif οικονομία οικονομίες

οικονομία (ikonomía) \i.kɔ.nɔ.ˈmi.a\ féminin

  1. Économie.