νυχτιάτικα
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- De νυχτιάτικος (« nocturne »).
Adverbe
[modifier le wikicode]νυχτιάτικα, nuktiátika \Prononciation ?\
- Au milieu de la nuit, de nuit.
- Μας πήρε τηλέφωνο νυχτιάτικα γιατί φοβόταν μόνος του!
- Il nous a téléphoné au milieu de la nuit parce qu'il avait peur tout seul !
- Μας πήρε τηλέφωνο νυχτιάτικα γιατί φοβόταν μόνος του!