νοσηλεύτρια
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Féminin de νοσηλευτής.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | νοσηλεύτρια | οι | νοσηλεύτριες |
Génitif | της | νοσηλεύτριας | των | νοσηλευτριών |
Accusatif | τη(ν) | νοσηλεύτρια | τις | νοσηλεύτριες |
Vocatif | νοσηλεύτρια | νοσηλεύτριες |
νοσηλεύτρια, nosilévtria \Prononciation ?\ féminin (pour un homme, on dit : νοσηλευτής)
- Infirmière.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (νοσηλεύτρια)