μύρτο
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien μύρτον, múrton.
Nom commun
[modifier le wikicode]μύρτο, myrto \Prononciation ?\ neutre
- (Botanique) Baie de myrte.
- Τα μύρτα τρώγονται ωμά και γίνονται μ' αυτά εξαιρετικές μαρμελάδες.
Synonymes
[modifier le wikicode]Apparentés étymologiques
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (μύρτο)