μετανάστευση
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- De μεταναστεύω avec le suffixe -ση.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | μετανάστευση | οι | μεταναστεύσεις |
Génitif | της | μετανάστευσης μεταναστεύσεως |
των | μεταναστεύσεων |
Accusatif | τη(ν) | μετανάστευση | τις | μεταναστεύσεις |
Vocatif | μετανάστευση | μεταναστεύσεις |
μετανάστευση (metanástefsi) \Prononciation ?\ féminin
- Migration, émigration, immigration.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Apparentés étymologiques
[modifier le wikicode]