Aller au contenu

μελαγχολία

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien μελαγχολία, melankholía.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  μελαγχολία οι  μελαγχολίες
Génitif της  μελαγχολίας των  μελαγχολιών
Accusatif τη(ν)  μελαγχολία τις  μελαγχολίες
Vocatif μελαγχολία μελαγχολίες

μελαγχολία (melancholía) \me.laŋ.xoˈli.a\ féminin

  1. Mélancolie, abattement.
Mot dérivé de μελάγχολος, melánkholos (« atrabilaire »), avec le suffixe -ία, -ía.
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif μελαγχολία αἱ μελαγχολιαι τὼ μελαγχολία
Vocatif μελαγχολία μελαγχολιαι μελαγχολία
Accusatif τὴν μελαγχολίαν τὰς μελαγχολίας τὼ μελαγχολία
Génitif τῆς μελαγχολίας τῶν [[{{{4}}}ῶν|{{{4}}}ῶν]] τοῖν μελαγχολίαιν
Datif τῇ μελαγχολί ταῖς μελαγχολίαις τοῖν μελαγχολίαιν

μελαγχολία, melankholía féminin

  1. Mélancolie.

Apparentés étymologiques

[modifier le wikicode]

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Prononciation

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]