Aller au contenu

μειοψηφία

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Composé de μείων, meíon (« moindre »), ψηφίο, psifío (« nombre ») et -ία, -ía ; voir μειοψηφώ.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  μειοψηφία οι  μειοψηφίες
Génitif της  μειοψηφίας των  μειοψηφιών
Accusatif τη(ν)  μειοψηφία τις  μειοψηφίες
Vocatif μειοψηφία μειοψηφίες

μειοψηφία, miopsifía \Prononciation ?\ féminin

  1. Minorité.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (μειοψηφία)