Aller au contenu

μαραγκός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du vénitien marangone (« charpentier »).
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  μαραγκός οι  μαραγκοί
Génitif του  μαραγκού των  μαραγκών
Accusatif τον  μαραγκό τους  μαραγκούς
Vocatif μαραγκέ μαραγκοί

μαραγκός, marangós \ma.ɾaŋˈɡos\ masculin

  1. Menuisier.