λύτρωση
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien λύτρωσις, lútrôsis.
Nom commun
[modifier le wikicode]λύτρωση, lytrosi \Prononciation ?\ féminin
- (Religion) Rédemption.
- H λύτρωση της ψυχής από όσα τη βαραίνουν.
Synonymes
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (λύτρωση)