Aller au contenu

λυκάνθρωπος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  λυκάνθρωπος οι  λυκάνθρωποι
Génitif του  λυκάνθρωπου
λυκανθρώπου
των  λυκάνθρωπων
λυκανθρώπων
Accusatif το(ν)  λυκάνθρωπο τους  λυκάνθρωπους
Vocatif λυκάνθρωπε λυκάνθρωποι

λυκάνθρωπος, likánthropos \liˈkan.θɾo.pos\ masculin

  1. (Mythologie) Loup-garou.
Composé de λύκος, lýkos (« loup ») et de ἄνθρωπος, ánthrōpos (« homme »), littéralement « homme-loup ».
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif λυκάνθρωπος οἱ λυκάνθρωποι τὼ λυκανθρώπω
Vocatif λυκάνθρωπε λυκάνθρωποι λυκανθρώπω
Accusatif τὸν λυκάνθρωπον τοὺς λυκανθρώπους τὼ λυκανθρώπω
Génitif τοῦ λυκανθρώπου τῶν λυκανθρώπων τοῖν λυκανθρώποιν
Datif τῷ λυκανθρώπ τοῖς λυκανθρώποις τοῖν λυκανθρώποιν

λυκάνθρωπος, lykánthrōpos masculin

  1. (Mythologie) Loup-garou.

Prononciation

[modifier le wikicode]