λάδι
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | λάδι | τα | λάδια |
Génitif | του | λαδιού | των | λαδιών |
Accusatif | το | λάδι | τα | λάδια |
Vocatif | λάδι | λάδια |
- Huile.
- βγάζω το λάδι (κάποιου), saigner à blanc, épuiser, faire baver.
- ρίχνω λάδι στη φωτιά, jeter de l’huile sur le feu.
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (λάδι)