Aller au contenu

κυβερνητικός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien κυβερνητικός, kubernêtikós ; voir κυβέρνηση (« gouvernement ») pour le sens moderne.

κυβερνητικός, kyvernitikós \ci.vɛɾ.ni.ti.ˈkɔs\

  1. Gouvernemental, qui se rapporte au gouvernement.
Mot dérivé de κυβερνήτης, kubernếtês (« pilote »), avec le suffixe -ικός, -ikós.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif κυβερνητικός κυβερνητική κυβερνητικόν
vocatif κυβερνητικέ κυβερνητική κυβερνητικόν
accusatif κυβερνητικόν κυβερνητικήν κυβερνητικόν
génitif κυβερνητικοῦ κυβερνητικῆς κυβερνητικοῦ
datif κυβερνητικ κυβερνητικ κυβερνητικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif κυβερνητικώ κυβερνητικά κυβερνητικώ
vocatif κυβερνητικώ κυβερνητικά κυβερνητικώ
accusatif κυβερνητικώ κυβερνητικά κυβερνητικώ
génitif κυβερνητικοῖν κυβερνητικαῖν κυβερνητικοῖν
datif κυβερνητικοῖν κυβερνητικαῖν κυβερνητικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif κυβερνητικοί κυβερνητικαί κυβερνητικά
vocatif κυβερνητικοί κυβερνητικαί κυβερνητικά
accusatif κυβερνητικούς κυβερνητικάς κυβερνητικά
génitif κυβερνητικῶν κυβερνητικῶν κυβερνητικῶν
datif κυβερνητικοῖς κυβερνητικαῖς κυβερνητικοῖς

κυβερνητικός, kubernêtikós *\ky.ber.nɛː.ti.kós\

  1. De pilote, bon au pilotage.
    • κυβερνητική τέχνη, art du pilote, du pilotage.

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]