κουτσομπόλης
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Déverbal de κουτσομπολεύω ; voir κουτσός (« infirme, estropié ») et ἐμπολάω, empoláō (« trafiquer »).
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | κουτσομπόλης | οι | κουτσομπόληδες |
Génitif | του | κουτσομπόλη | των | κουτσομπόληδων |
Accusatif | τον | κουτσομπόλη | τους | κουτσομπόληδες |
Vocatif | κουτσομπόλη | κουτσομπόληδες |
κουτσομπόλης, kutsobólis \ku.t͡soˈbo.lis\ masculin (pour une femme, on dit : κουτσομπόλα)
- Pipelet, bavard.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)