κοινοβουλευτικός
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Voir κοινοβούλιο (« parlement ») et βουλευτικός.
Adjectif
[modifier le wikicode]κοινοβουλευτικός, kinovoulevtikós \ci.nɔ.vu.lɛ.fti.ˈkɔs\
- (Politique) Parlementaire.
κοινοβουλευτικός, kinovoulevtikós \ci.nɔ.vu.lɛ.fti.ˈkɔs\