Aller au contenu

κατηγορία

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien κατηγορία, katêgoría.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  κατηγορία οι  κατηγορίες
Génitif της  κατηγορίας των  κατηγοριών
Accusatif τη(ν)  κατηγορία τις  κατηγορίες
Vocatif κατηγορία κατηγορίες

κατηγορία (katigoría) \ka.ti.ɣɔ.ˈɾi.a\ féminin

  1. Catégorie.
  2. Accusation.
Mot dérivé de κατήγορος, katếgoros (« accusateur »), avec le suffixe -ία, -ía. Voir κατηγορέω, katêgoréô (« accuser »).
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif κατηγορία αἱ κατηγοριαι τὼ κατηγορία
Vocatif κατηγορία κατηγοριαι κατηγορία
Accusatif τὴν κατηγορίαν τὰς κατηγορίας τὼ κατηγορία
Génitif τῆς κατηγορίας τῶν [[{{{4}}}ῶν|{{{4}}}ῶν]] τοῖν κατηγορίαιν
Datif τῇ κατηγορί ταῖς κατηγορίαις τοῖν κατηγορίαιν

κατηγορία, katêgoría *\ka.tɛː.ɡo.ˈri.aː\ féminin

  1. Charge, accusation.