Aller au contenu

καταστροφή

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien καταστροφή, katastrophḗ.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  καταστροφή οι  καταστροφές
Génitif της  καταστροφής των  καταστροφών
Accusatif τη(ν)  καταστροφή τις  καταστροφές
Vocatif καταστροφή καταστροφές

καταστροφή (katastrofí) \ka.ta.stɾɔ.ˈfi\ féminin

  1. Catastrophe.
    • η πυρκαγιά προκάλεσε τεράστιες καταστροφές
  2. Destruction, désastre.
    • αν δεν οργανωθούμε σήμερα, αύριο θα αντιμετωπίζουμε την καταστροφή

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (καταστροφή)
Dérivé de καταστρέφω, katastréphō, avec le suffixe , .
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif καταστροφή αἱ καταστροφαί τὼ καταστροφά
Vocatif καταστροφή καταστροφαί καταστροφά
Accusatif τὴν καταστροφήν τὰς καταστροφάς τὼ καταστροφά
Génitif τῆς καταστροφῆς τῶν καταστροφῶν τοῖν καταστροφαῖν
Datif τῇ καταστροφ ταῖς καταστροφαῖς τοῖν καταστροφαῖν

καταστροφή, katastrophḗ *\ka.tas.tro.pʰɛ̌ː\ féminin

  1. Destruction.
  2. Renversement.

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]