ικανότητα
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ικανότητα | οι | ικανότητες |
Génitif | της | ικανότητας | των | ικανοτήτων |
Accusatif | τη(ν) | ικανότητα | τις | ικανότητες |
Vocatif | ικανότητα | ικανότητες |
ικανότητα, ikanótita \i.ka.ˈnɔ.ti.ta\ féminin