θερμοκήπιο
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | θερμοκήπιο | τα | θερμοκήπια |
Génitif | του | θερμοκηπίου | των | θερμοκηπίων |
Accusatif | το | θερμοκήπιο | τα | θερμοκήπια |
Vocatif | θερμοκήπιο | θερμοκήπια |
θερμοκήπιο, thermokípio \Prononciation ?\ neutre
- (Agriculture) Serre.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (θερμοκήπιο)