Aller au contenu

θεραπευτικός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien θεραπευτικός, therapeutikós, apparenté à θεραπεύω, therapevo (« soigner »).
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif θεραπευτικός θεραπευτική θεραπευτικό
génitif θεραπευτικού θεραπευτικής θεραπευτικού
accusatif θεραπευτικό θεραπευτική θεραπευτικό
vocatif θεραπευτικέ θεραπευτική θεραπευτικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif θεραπευτικοί θεραπευτικές θεραπευτικά
génitif θεραπευτικών θεραπευτικών θεραπευτικών
accusatif θεραπευτικούς θεραπευτικές θεραπευτικά
vocatif θεραπευτικοί θεραπευτικές θεραπευτικά

θεραπευτικός, therapevtikós \θɛ.ɾa.pɛf.ti.ˈkɔs\

  1. Thérapeutique, curatif.
    • Προληπτική και θεραπευτική ιατρική.
      Médecine préventive et curative.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (θεραπευτικός)
Mot dérivé de θεραπευτής, therapeutếs (« serviteur »), avec le suffixe -ικός, -ikós.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif θεραπευτικός θεραπευτική θεραπευτικόν
vocatif θεραπευτικέ θεραπευτική θεραπευτικόν
accusatif θεραπευτικόν θεραπευτικήν θεραπευτικόν
génitif θεραπευτικοῦ θεραπευτικῆς θεραπευτικοῦ
datif θεραπευτικ θεραπευτικ θεραπευτικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif θεραπευτικώ θεραπευτικά θεραπευτικώ
vocatif θεραπευτικώ θεραπευτικά θεραπευτικώ
accusatif θεραπευτικώ θεραπευτικά θεραπευτικώ
génitif θεραπευτικοῖν θεραπευτικαῖν θεραπευτικοῖν
datif θεραπευτικοῖν θεραπευτικαῖν θεραπευτικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif θεραπευτικοί θεραπευτικαί θεραπευτικά
vocatif θεραπευτικοί θεραπευτικαί θεραπευτικά
accusatif θεραπευτικούς θεραπευτικάς θεραπευτικά
génitif θεραπευτικῶν θεραπευτικῶν θεραπευτικῶν
datif θεραπευτικοῖς θεραπευτικαῖς θεραπευτικοῖς

θεραπευτικός, therapeutikós *\tʰe.ra.pe͜u.ti.ˈkos\

  1. Serviable, courtois, obséquieux.
  2. Qui prend soin de, attentif.

Références

[modifier le wikicode]