Aller au contenu

ευκολία

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien εὐκολία, eukolía.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ευκολία οι  ευκολίες
Génitif της  ευκολίας των  ευκολιών
Accusatif τη(ν)  ευκολία τις  ευκολίες
Vocatif ευκολία ευκολίες

ευκολία, evkolía \ɛf.kɔ.ˈli.a\ féminin

  1. Facilité.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ευκολία)