Aller au contenu

εσώρουχο

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Composé de εσωτερικός et de ρούχο.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  εσώρουχο τα  εσώρουχα
Génitif του  εσωρούχου των  εσωρούχων
Accusatif το  εσώρουχο τα  εσώρουχα
Vocatif εσώρουχο εσώρουχα

εσώρουχο (esórukho) \ɛ.ˈsɔ.ɾu.xɔ\ neutre

  1. Sous-vêtement.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (εσώρουχο)