Aller au contenu

επικαιροποίηση

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Dérivé de επικαιρός (« actuel »), avec les suffixes -ποιώ et -ση.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  επικαιροποίηση οι  επικαιροποιήσεις
Génitif της  επικαιροποίησης
επικαιροποιήσεως
των  επικαιροποιήσεων
Accusatif τη(ν)  επικαιροποίηση τις  επικαιροποιήσεις
Vocatif επικαιροποίηση επικαιροποιήσεις

επικαιροποίηση (epikeropíisi) \Prononciation ?\ féminin

  1. (Néologisme) Actualisation.  (sens à préciser ou à vérifier)