επαναστάτης
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Dérivé du grec ancien ἐπανίστημι, epanístêmi (« se lever contre, se rebeller ») ; voir επανάσταση (« révolution, rebellion ») et αποστάτης (« apostat »).
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | επαναστάτης | οι | επαναστάτες |
Génitif | του | επαναστάτη | των | επαναστατών |
Accusatif | τον | επαναστάτη | τους | επαναστάτες |
Vocatif | επαναστάτη | επαναστάτες |
επαναστάτης, epanastátis \Prononciation ?\ masculin (pour une femme, on dit : επαναστάτρια)
- Rebelle, insurgé.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Dérivés
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (επαναστάτης)