επανακατάθεση
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | επανακατάθεση | οι | επανακαταθέσεις |
Génitif | της | επανακατάθεσης επανακαταθέσεως |
των | επανακαταθέσεων |
Accusatif | τη(ν) | επανακατάθεση | τις | επανακαταθέσεις |
Vocatif | επανακατάθεση | επανακαταθέσεις |
επανακατάθεση (epanakatáthesi) \ɛ.pa.na.ka.'ta.θɛ.si\ féminin
- Action de redéposer.