επίτροπος
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | επίτροπος | οι | επίτροποι |
Génitif | του | επιτρόπου | των | επιτρόπων |
Accusatif | τον | επίτροπο | τους | επιτρόπους |
Vocatif | επίτροπε | επίτροποι |
επίτροπος, epítropos \Prononciation ?\ masculin et féminin identiques
- Commissaire, chargé d’une commission.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (επίτροπος)