Aller au contenu

επίσκεψη

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien ἐπίσκεψις, epískepsis
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  επίσκεψη οι  επισκέψεις
Génitif της  επίσκεψης
επισκέψεως
των  επισκέψεων
Accusatif τη(ν)  επίσκεψη τις  επισκέψεις
Vocatif επίσκεψη επισκέψεις

επίσκεψη (epískepsi) \ɛ.ˈpi.skɛ.psi\ féminin

  1. Visite, action de visiter.
    • Περιμένω επίσκεψή σας! J'attends votre visite !

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (επίσκεψη)