ενώνω
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Verbe
[modifier le wikicode]ενώνω, enóno \Prononciation ?\ (voir la conjugaison)
- Unir.
- H σήραγγα ενώνει την Aγγλία με την Ευρώπη.
- Le tunnel [sous la Manche] unit l'Angleterre et l'Europe.
- H σήραγγα ενώνει την Aγγλία με την Ευρώπη.
Dérivés
[modifier le wikicode]Apparentés étymologiques
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ενώνω)