Aller au contenu

ενυδρείο

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
De ένυδρος issu du grec ancien ἔνυδρος, énudros (« dans l’eau, en eau »).
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  ενυδρείο τα  ενυδρεία
Génitif του  ενυδρείου των  ενυδρείων
Accusatif το  ενυδρείο τα  ενυδρεία
Vocatif ενυδρείο ενυδρεία

ενυδρείο, enidhrío \ɛ.ni.ˈðɾi.ɔ\

  1. Aquarium.