Aller au contenu

ενδιαφέρον

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Déverbal de ενδιαφέρω (« intéresser »).
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  ενδιαφέρον τα  ενδιαφέροντα
Génitif του  ενδιαφέροντος των  ενδιαφερόντων
Accusatif το  ενδιαφέρον τα  ενδιαφέροντα
Vocatif ενδιαφέρον ενδιαφέροντα

ενδιαφέρον, endiaféron neutre

  1. Intérêt.
    • Ένα ζωηρό ενδιαφέρον.
      Un vif intérêt.
    • Αυτό το βιβλίο προκαλεί το ενδιαφέρον.
      Ce livre captive l’intérêt.

Prononciation

[modifier le wikicode]