Aller au contenu

εκτίμηση

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien ἐκτίμησις, ektimêsis (« estime ») dérivé de ἐκτιμάω, ektimáô (« estimer »), de τιμάω, timáô (« priser, estimer »).
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  εκτίμηση οι  εκτιμήσεις
Génitif της  εκτίμησης
εκτιμήσεως
των  εκτιμήσεων
Accusatif τη(ν)  εκτίμηση τις  εκτιμήσεις
Vocatif εκτίμηση εκτιμήσεις

εκτίμηση, ektímisi \Prononciation ?\ féminin

  1. Estime.
  2. Estimation.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (εκτίμηση)