εισφορά
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien εἰσφορά, eisphorá (« apport »).
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | εισφορά | οι | εισφορές |
Génitif | της | εισφοράς | των | εισφορών |
Accusatif | τη(ν) | εισφορά | τις | εισφορές |
Vocatif | εισφορά | εισφορές |
εισφορά, isforá \Prononciation ?\ féminin
- Contribution.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (εισφορά)