εισιτήριο
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Neutre substantivé du grec ancien εἰσιτήριος, eisitêrios (« d’entrée »), de εἴσειμι, eíseimi (« entrer »).
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | εισιτήριο | τα | εισιτήρια |
Génitif | του | εισιτηρίου | των | εισιτηρίων |
Accusatif | το | εισιτήριο | τα | εισιτήρια |
Vocatif | εισιτήριο | εισιτήρια |
εισιτήριο, isitírio \i.si.ˈti.ɾi.ɔ\ neutre
Synonymes
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (εισιτήριο)