εθνικοσοσιαλισμός
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Composé de εθνικός, ethnikos (« national ») et de σοσιαλισμός, sosialismos (« socialisme »), calque de l'allemand Nationalsozialismus.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | εθνικοσοσιαλισμός | οι | εθνικοσοσιαλισμοί |
Génitif | του | εθνικοσοσιαλισμού | των | εθνικοσοσιαλισμών |
Accusatif | τον | εθνικοσοσιαλισμό | τους | εθνικοσοσιαλισμούς |
Vocatif | εθνικοσοσιαλισμέ | εθνικοσοσιαλισμοί |
εθνικοσοσιαλισμός, ethnikososialismós \ɛ.θni.kɔ.sɔ.si.a.li.ˈzmɔs\ masculin
- (Politique) National-socialisme, nazisme.
Synonymes
[modifier le wikicode]