Aller au contenu

δωδεκάμηνος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot composé de δώδεκα, dodeka (« douze ») et de μήνας, mínas (« mois »).

δωδεκάμηνος, dhodhekáminos \Prononciation ?\

  1. Qui dure douze mois.
    • Την αντίστοιχη δωδεκαμηνία με λήξη στις 30 Σεπτεμβρίου του 2010 ο βρετανικός αερομεταφορέας είχε μεικτά κέρδη 154 εκατομμυρίων στερλινών — (journal Καθημερινή, 19/11/2011 → lire en ligne)
      La traduction en français de l’exemple manque. (Ajouter)

Vocabulaire apparenté par le sens

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (δωδεκάμηνος)