δροσίζομαι
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien δροσίζω, drosízô (« se couvrir de rosée »).
Verbe
[modifier le wikicode]δροσίζομαι \Prononciation ?\
- Se rafraîchir.
- Έλα να πιεις κάτι, να δροσιστείς!
- Viens boire quelque chose, (pour) te rafraîchir !
- Έλα να πιεις κάτι, να δροσιστείς!