δουλειά
Apparence
:
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien δουλεία, douleía (« servitude »).
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | δουλειά | οι | δουλειές |
Génitif | της | δουλειάς | των | δουλειών |
Accusatif | τη(ν) | δουλειά | τις | δουλειές |
Vocatif | δουλειά | δουλειές |
δουλειά, dulia \ðu.ˈʎa\ féminin
- Travail, boulot, occupation.
- Έχω δουλειά τώρα, έλα λίγο αργότερα.
- J'ai du travail maintenant, viens un peu plus tard.
- Έχασε τη δουλειά του.
- Il a perdu son job.
- Μίσθια δουλειά
- travail salarié.
- Έχω δουλειά τώρα, έλα λίγο αργότερα.
Apparentés étymologiques
[modifier le wikicode]- δούλος (« esclave »)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (δουλειά)