Aller au contenu

δογματισμός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Apparenté à δόγμα, du français dogmatisme.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  δογματισμός οι  δογματισμοί
Génitif του  δογματισμού των  δογματισμών
Accusatif τον  δογματισμό τους  δογματισμούς
Vocatif δογματισμέ δογματισμοί

δογματισμός, dhogmatismós \Prononciation ?\ masculin

  1. Dogmatisme.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (δογματισμός)