Aller au contenu

δικαιοσύνη

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien δικαιοσύνη.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  δικαιοσύνη οι  δικαιοσύνες
Génitif της  δικαιοσύνης των  δικαιοσυνών
Accusatif τη(ν)  δικαιοσύνη τις  δικαιοσύνες
Vocatif δικαιοσύνη δικαιοσύνες

δικαιοσύνη (dhikeosíni) \Prononciation ?\ féminin

  1. Justice.
→ voir δίκαιος.
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif δικαιοσύνη αἱ δικαιοσύναι τὼ δικαιοσύνα
Vocatif δικαιοσύνη δικαιοσύναι δικαιοσύνα
Accusatif τὴν δικαιοσύνην τὰς δικαιοσύνας τὼ δικαιοσύνα
Génitif τῆς δικαιοσύνης τῶν δικαιοσυνῶν τοῖν δικαιοσύναιν
Datif τῇ δικαιοσύν ταῖς δικαιοσύναις τοῖν δικαιοσύναιν

δικαιοσύνη, dikaiosúnê *\di.ka͜ɪ.o.ˈsy.nɛː\ féminin Autre écriture : διϰαιοσύνη

  1. Justice, sentiment de justice, pratique de la justice.

Références

[modifier le wikicode]