Aller au contenu

διδακτική

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Féminin substantivé de διδακτικός

διδακτική, didaktikí \Prononciation ?\ féminin

  1. (Éducation) Didactique.
    • Τα μαθήματα που διδάσκονταν ήταν ίδια με αυτά σε κάθε γυμνάσιο και επίσης παιδαγωγικά, ιστορία της παιδαγωγικής, διδακτική, παιδονομία, ψυχολογία, λογική. — (Ιερατική Σχολή Σάμου sur l’encyclopédie Wikipédia (en grec) )

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (διδακτικός)