Aller au contenu

διαβολικός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien « διαβολικός » (diabolikós) de même signification.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif διαβολικός διαβολική διαβολικό
génitif διαβολικού διαβολικής διαβολικού
accusatif διαβολικό διαβολική διαβολικό
vocatif διαβολικέ διαβολική διαβολικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif διαβολικοί διαβολικές διαβολικά
génitif διαβολικών διαβολικών διαβολικών
accusatif διαβολικούς διαβολικές διαβολικά
vocatif διαβολικοί διαβολικές διαβολικά

διαβολικός (dhiavolikós) \ðia.vɔ.li.ˈkɔs\

  1. Diabolique.
→ voir διάβολος
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif διαβολικός διαβολική διαβολικόν
vocatif διαβολικέ διαβολική διαβολικόν
accusatif διαβολικόν διαβολικήν διαβολικόν
génitif διαβολικοῦ διαβολικῆς διαβολικοῦ
datif διαβολικ διαβολικ διαβολικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif διαβολικώ διαβολικά διαβολικώ
vocatif διαβολικώ διαβολικά διαβολικώ
accusatif διαβολικώ διαβολικά διαβολικώ
génitif διαβολικοῖν διαβολικαῖν διαβολικοῖν
datif διαβολικοῖν διαβολικαῖν διαβολικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif διαβολικοί διαβολικαί διαβολικά
vocatif διαβολικοί διαβολικαί διαβολικά
accusatif διαβολικούς διαβολικάς διαβολικά
génitif διαβολικῶν διαβολικῶν διαβολικῶν
datif διαβολικοῖς διαβολικαῖς διαβολικοῖς

διαβολικός, ή, όν [ᾰ] . Ancienne écriture : διαϐολιϰός..

  1. Du diable, diabolique.

Références

[modifier le wikicode]