Aller au contenu

διάρροια

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien διάρροια, diarrhoia.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  διάρροια οι  διάρροιες
Génitif της  διάρροιας των  διαρροιών
Accusatif τη(ν)  διάρροια τις  διάρροιες
Vocatif διάρροια διάρροιες

διάρροια (dhiárria) \ði.ˈaɾ.ɾi.a\ féminin

  1. (Médecine) Diarrhée.
    • Δεν δίνουμε γάλα στη γάτα μας, μπορεί να της προκαλέσει διάρροια.
De διαρρέω, composé de διά, (« à travers ») et de ῥέω, rhéô (« couler »)
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif διάρροια αἱ διαρροιαι τὼ διάρροια
Vocatif διάρροια διαρροιαι διάρροια
Accusatif τὴν διάρροιαν τὰς διάρροιας τὼ διάρροια
Génitif τῆς διάρροιας τῶν [[{{{4}}}ῶν|{{{4}}}ῶν]] τοῖν διάρροιαιν
Datif τῇ διάρροι ταῖς διάρροιαις τοῖν διάρροιαιν

διάρροια, diárroia *\di.ˈa.rːo͜ɪ.a\ féminin

  1. (Médecine) Diarrhée.