δευτερόλεπτο
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | δευτερόλεπτο | τα | δευτερόλεπτα |
Génitif | του | δευτερόλεπτου δευτερολέπτου |
των | δευτερόλεπτων δευτερολέπτων |
Accusatif | το | δευτερόλεπτο | τα | δευτερόλεπτα |
Vocatif | δευτερόλεπτο | δευτερόλεπτα |
δευτερόλεπτο, defterólepto \Prononciation ?\ neutre
- (Métrologie) Seconde (unité de mesure de temps ou d’angle).
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)