Aller au contenu

δευτερόλεπτο

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot composé de δεύτερος, devteros (« second ») et de λεπτό, leptó (« minute »).
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  δευτερόλεπτο τα  δευτερόλεπτα
Génitif του  δευτερόλεπτου
δευτερολέπτου
των  δευτερόλεπτων
δευτερολέπτων
Accusatif το  δευτερόλεπτο τα  δευτερόλεπτα
Vocatif δευτερόλεπτο δευτερόλεπτα

δευτερόλεπτο, defterólepto \Prononciation ?\ neutre

  1. (Métrologie) Seconde (unité de mesure de temps ou d’angle).