δαχτυλίδι
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec byzantin δαχτυλίδιον.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | δαχτυλίδι | τα | δαχτυλίδια |
Génitif | του | δαχτυλιδιού | των | δαχτυλιδιών |
Accusatif | το | δαχτυλίδι | τα | δαχτυλίδια |
Vocatif | δαχτυλίδι | δαχτυλίδια |
δαχτυλίδι, dachtilídi \ða.xtiˈli.ði\ neutre
- Anneau, bague.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)