δαμάσκηνο
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec byzantin δαμάσκηνον, lui-même issu du grec ancien Δαμασκηνόν, Damaskēnón (« prune de Damas ») ; voir Δαμασκός.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | δαμάσκηνο | τα | δαμάσκηνα |
Génitif | του | δαμάσκηνου | των | δαμάσκηνων |
Accusatif | το | δαμάσκηνο | τα | δαμάσκηνα |
Vocatif | δαμάσκηνο | δαμάσκηνα |
δαμάσκηνο, damáskino \ðaˈma.sci.no\ neutre
- (Botanique) Prune.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Dérivés
[modifier le wikicode]- δαμασκηνιά (« prunier »)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (δαμάσκηνο)