δίνω
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien δίδωμι, dídomi (« donner »).
Verbe
[modifier le wikicode]δίνω, díno \Prononciation ?\ (voir la conjugaison)
- Donner.
- Δώσε μου λίγο το μολύβι σου.
- Donne-moi ton crayon.
- Δώσε μου λίγο το μολύβι σου.