δάκτυλο του ποδιού
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Locution nominale
[modifier le wikicode]δάκτυλο του ποδιού \ˈðak.ti.lɔ.tu.pɔ.ˈðiu\ masculin
- (Anatomie) Doigt de pied, orteil.
δάκτυλο του ποδιού \ˈðak.ti.lɔ.tu.pɔ.ˈðiu\ masculin