Aller au contenu

γνώρισμα

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien γνώρισμα, gnôsrisma.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  γνώρισμα τα  γνωρίσματα
Génitif του  γνωρίσματος των  γνωρισμάτων
Accusatif το  γνώρισμα τα  γνωρίσματα
Vocatif γνώρισμα γνωρίσματα

γνώρισμα, gnórisma \ɣnɔ.ɾi.zma\ neutre

  1. Trait, caractéristique propre.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (γνώρισμα)
Mot dérivé de γνωρίζω, gnōrízō (« reconnaitre »), avec le suffixe -μα, -ma.
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τὸ γνώρισμα τὰ γνώρισματα τὼ γνώρισματε
Vocatif γνώρισμα γνώρισματα γνώρισματε
Accusatif τὸ γνώρισμα τὰ γνώρισματα τὼ γνώρισματε
Génitif τοῦ γνώρισματος τῶν γνωρισμάτων τοῖν γνωρισμάτοιν
Datif τῷ γνώρισματι τοῖς γνώρισμασι(ν) τοῖν γνωρισμάτοιν

γνώρισμα, gnôsrisma *\Prononciation ?\ neutre

  1. Marque de reconnaissance.

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]